Tanzerei
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- χορόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mTanzereiTanzerei
- χοροπηδητόNeutrum, sächlich | ουδέτερο nTanzerei pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpejTanzerei pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej
- πάρτιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n με χορόTanzerei österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österrTanzerei österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr