„selbstverschuldet“: Adjektiv selbstverschuldetAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) το ατύχημα οφειλόταν σε ίδιο λάθος exemples der Unfall war selbstverschuldet το ατύχημα οφειλόταν σε ίδιο λάθος der Unfall war selbstverschuldet