ατύχημα
[aˈtiçima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Unfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mατύχημαατύχημα
exemples
- παθαίνω ατύχημα
- αυτοκινητιστικό ατύχημαAutounfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εργατικό ατύχημαBetriebsunfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples