selbstständig
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ανεξάρτητοςselbstständigselbstständig
- αυτόνομοςselbstständigselbstständig
exemples
- sich selbstständig machenανοίγω δική μου επιχείρηση