„Schwund“: Maskulinum, männlich SchwundMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ελάττωση, μείωση, εξαφάνιση ελάττωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Schwund μείωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Schwund εξαφάνισηFemininum, weiblich | θηλυκό f Schwund Schwund