ελάττωση
[eˈlatosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verringerungθηλυκό | Femininum, weiblich fελάττωση μείωσηVerminderungθηλυκό | Femininum, weiblich fελάττωση μείωσηAbnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fελάττωση μείωσηελάττωση μείωση
- Herabsetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fελάττωση κατέβασμα τιμής, μισθούελάττωση κατέβασμα τιμής, μισθού
- Nachlassenουδέτερο | Neutrum, sächlich nελάττωση αέραελάττωση αέρα
exemples
- ελάττωση κύκλου εργασιώνUmsatzeinbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mUmsatzrückgangαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ελάττωση πίεσηςDruckabfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ελάττωση του ενοικίουMietsenkungθηλυκό | Femininum, weiblich f