schuldig
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ένοχος (Genitiv | γενικήgen /Genitiv | γενική gen)schuldig auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJURschuldig auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJUR
- (υπ)αίτιοςschuldig verantwortlichschuldig verantwortlich