„haftbar“: Adjektiv haftbarAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) υπεύθυνος υπεύθυνος haftbar Rechtswesen | νομικός όροςJUR haftbar Rechtswesen | νομικός όροςJUR