„Nachholbedarf“: Maskulinum, männlich NachholbedarfMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) χρειάζομαι πολύ για να καλύψω τη διαφορά exemples einen Nachholbedarf an etwas haben χρειάζομαι πολύ για να καλύψω τη διαφορά einen Nachholbedarf an etwas haben