διαφορά
[ðiafoˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Unterschiedαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαφοράδιαφορά
- Streitigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαφορά διαμάχηδιαφορά διαμάχη
- Abweichungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαφορά απόκλισηδιαφορά απόκλιση
- Differenzθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαφορά μαθηματικά | Mathematikμαθ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδιαφορά μαθηματικά | Mathematikμαθ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Streitigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαφορά πληθυντικός | PluralplDifferenzenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplδιαφορά πληθυντικός | Pluralplδιαφορά πληθυντικός | Pluralpl
exemples
- με μεγάλη διαφορά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφmit Abstand
- διαφορά ηλικίαςAltersunterschiedαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διαφορά μεγέθουςGrößenunterschiedαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples