„Nabel“: Maskulinum, männlich NabelMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ομφαλός, αφαλός ομφαλόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Nabel Anatomie | ανατομίαANATauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig αφαλόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Nabel Anatomie | ανατομίαANATauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Nabel Anatomie | ανατομίαANATauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig exemples der Nabel der Welt ο ομφαλός της γης der Nabel der Welt