ομφαλός
[omfaˈlos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- (Bauch-)Nabelαρσενικό | Maskulinum, männlich mομφαλός ανατομία | Anatomieανατομφαλός ανατομία | Anatomieανατ
- Nabelαρσενικό | Maskulinum, männlich mομφαλός κέντρο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφομφαλός κέντρο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ