„αφαλός“: αρσενικό αφαλός [afaˈlos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Nabel Nabelαρσενικό | Maskulinum, männlich m αφαλός αφαλός