Kurs
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-es; -e>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- τιμήFemininum, weiblich | θηλυκό fKurs WechselkursKurs Wechselkurs
- κατεύθυνσηFemininum, weiblich | θηλυκό fKurs Richtung in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigπορείαFemininum, weiblich | θηλυκό fKurs Richtung in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigKurs Richtung in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig
- πορείαFemininum, weiblich | θηλυκό fKurs Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFF Luftfahrt | αεροπορίαFLUGKurs Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFF Luftfahrt | αεροπορίαFLUG
- γραμμήFemininum, weiblich | θηλυκό fKurs Politik | πολιτικήPOLKurs Politik | πολιτικήPOL
- κύκλοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mKurs LehrgangKurs Lehrgang
- σειράFemininum, weiblich | θηλυκό f μαθημάτωνKurs oder | ήodKurs oder | ήod
- τμήμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nKurs in einer SchuleKurs in einer Schule