„Kanon“: Maskulinum, männlich KanonMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) κανόνας, μουσική σύνθεση, ιερά κείμενα κανόναςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Kanon Kanon μουσική σύνθεσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Kanon Musik | μουσικήMUS Kanon Musik | μουσικήMUS ιερά κείμεναNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Kanon Religion | θρησκείαREL Kanon Religion | θρησκείαREL