„Fundament“: Neutrum, sächlich FundamentNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) θεμέλιο, υπόβαθρο, υποδομή θεμέλιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Fundament Gebäude Fundament Gebäude υπόβαθροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Fundament Grundlage υποδομήFemininum, weiblich | θηλυκό f Fundament Grundlage Fundament Grundlage exemples das Fundament legen βάζω τα θεμέλια (zu για) das Fundament legen