παραγωγή
[paraɣoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Erzeugungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραγωγή προϊόντοςHerstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραγωγή προϊόντοςπαραγωγή προϊόντος
- Erzeugungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραγωγή ηλεκτρισμού, θερμότηταςπαραγωγή ηλεκτρισμού, θερμότητας
- Produktionθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραγωγή βιολογία | Biologieβιολ ταινίαςπαραγωγή βιολογία | Biologieβιολ ταινίας
- Ableitungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραγωγή γραμματική | Grammatikγραμμπαραγωγή γραμματική | Grammatikγραμμ
exemples
- παραγωγή αλατιούSalzgewinnungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- παραγωγή ενέργειαςEnergieerzeugungθηλυκό | Femininum, weiblich fEnergiegewinnungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- παραγωγή ηλεκτρισμούStromproduktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples