Geständnis
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-ses; -se>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- εξομολόγησηFemininum, weiblich | θηλυκό fGeständnisGeständnis
- ομολογίαFemininum, weiblich | θηλυκό fGeständnis auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJURGeständnis auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJUR