ομολογώ
[omoloˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- zugeben, eingestehenομολογώ παραδέχομαιομολογώ παραδέχομαι
- gestehenομολογώ προβαίνω σε ομολογίαομολογώ προβαίνω σε ομολογία
- gestehen, ein Geständnis ablegenομολογώ αξιόποινη πράξηομολογώ αξιόποινη πράξη