„Einspruch“: Maskulinum, männlich EinspruchMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αντίρρηση, ένσταση, ανακοπή αντίρρησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Einspruch Einspruch ένστασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Einspruch Rechtswesen | νομικός όροςJUR ανακοπήFemininum, weiblich | θηλυκό f Einspruch Rechtswesen | νομικός όροςJUR Einspruch Rechtswesen | νομικός όροςJUR exemples Einspruch gegen etwas erheben αντιτίθεμαι σε κάτι Einspruch gegen etwas erheben