Einsatz
Maskulinum, männlich | αρσενικό mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- χρησιμοποίησηFemininum, weiblich | θηλυκό fEinsatz VerwendungεφαρμογήFemininum, weiblich | θηλυκό fEinsatz VerwendungEinsatz Verwendung
- χρήσηFemininum, weiblich | θηλυκό fEinsatz BenutzungEinsatz Benutzung
- δραστηριοποίησηFemininum, weiblich | θηλυκό fEinsatz EngagementκινητοποίησηFemininum, weiblich | θηλυκό fEinsatz EngagementEinsatz Engagement
- στοίχημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nEinsatz WettkampfEinsatz Wettkampf
- δράσηFemininum, weiblich | θηλυκό fEinsatz Politik | πολιτικήPOLEinsatz Politik | πολιτικήPOL
- επέμβασηFemininum, weiblich | θηλυκό fEinsatz Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILEinsatz Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL
- μίζαFemininum, weiblich | θηλυκό fEinsatz SpielEinsatz Spiel