χρησιμοποίηση
[xrisimoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gebrauchαρσενικό | Maskulinum, männlich mχρησιμοποίησηVerwendungθηλυκό | Femininum, weiblich fχρησιμοποίησηχρησιμοποίηση