χρήση
[ˈxrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gebrauchαρσενικό | Maskulinum, männlich mχρήσηVerwendungθηλυκό | Femininum, weiblich fχρήση(Be-)Nutzungθηλυκό | Femininum, weiblich fχρήσηχρήση
exemples
- οδηγίεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl χρήσεωςGebrauchsanweisungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μπουκάλιουδέτερο | Neutrum, sächlich n μιας χρήσηςEinwegflascheθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples