„bestreikt“: Adjektiv bestreiktAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) που έχει καταληφθεί από απεργία που έχει καταληφθεί από απεργία bestreikt Unternehmen bestreikt Unternehmen