Beschlag
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; Beschläge; Plural | πληθυντικός pl>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- έλασμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n στερέωσηςBeschlag an Fenster, Türet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etcBeschlag an Fenster, Türet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc
- θόλωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBeschlag GlasBeschlag Glas
- βιβλιοδέτηςMaskulinum, männlich | αρσενικό mBeschlag BuchBeschlag Buch