Arrest
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- κράτησηFemininum, weiblich | θηλυκό fArrestArrest
- περιορισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mArrest Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILArrest Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL