„Haft“: Femininum, weiblich HaftFemininum, weiblich | θηλυκό f <-> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) κράτηση, φυλάκιση κράτησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Haft Rechtswesen | νομικός όροςJUR φυλάκισηFemininum, weiblich | θηλυκό f Haft Rechtswesen | νομικός όροςJUR Haft Rechtswesen | νομικός όροςJUR