περιορισμός
[periorizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Begrenzungθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριορισμός κλείσιμο σε όριαπεριορισμός κλείσιμο σε όρια
- Einschränkungθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριορισμός ελάττωσηBeschränkungθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριορισμός ελάττωσηπεριορισμός ελάττωση
- Einengungθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριορισμός έλλειψη ελευθερίας κινήσεωνπεριορισμός έλλειψη ελευθερίας κινήσεων
- Zügelungθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριορισμός χαλιναγώγησηπεριορισμός χαλιναγώγηση
- Arrestαρσενικό | Maskulinum, männlich m.περιορισμός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατπεριορισμός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ