„Anstoß“: Maskulinum, männlich AnstoßMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) παρακίνηση, σκάνδαλο, ώθηση παρακίνησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Anstoß Impuls ώθησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Anstoß Impuls Anstoß Impuls σκάνδαλοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Anstoß Ärgernis Anstoß Ärgernis exemples den Anstoß geben δίνω αφορμή (zu για) den Anstoß geben