ώθηση
[ˈoθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Antriebαρσενικό | Maskulinum, männlich mώθηση τεχνική | Technikτεχν μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφώθηση τεχνική | Technikτεχν μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Impulsαρσενικό | Maskulinum, männlich mώθηση παρακίνηση μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφAntriebαρσενικό | Maskulinum, männlich mώθηση παρακίνηση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφώθηση παρακίνηση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Stoßαρσενικό | Maskulinum, männlich mώθηση φυσώθηση φυσ