„Beweggrund“: Maskulinum, männlich BeweggrundMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) κίνητρο, ελατήριο κίνητροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Beweggrund ελατήριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Beweggrund Beweggrund