„ωδικός“ ωδικός [oðiˈkos], ωδική, ωδικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Sing- Sing- ωδικός ωδικός exemples ωδικό πτηνόουδέτερο | Neutrum, sächlich n Singvogelαρσενικό | Maskulinum, männlich m ωδικό πτηνόουδέτερο | Neutrum, sächlich n ωδικός σύλλογοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Gesang(s)vereinαρσενικό | Maskulinum, männlich m ωδικός σύλλογοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m