σύλλογος
[ˈsiloɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Vereinαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύλλογοςVerbandαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύλλογοςClubαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύλλογοςσύλλογος
exemples
- ιατρικός σύλλογοςÄrztekammerθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σύλλογος δασκάλων και καθηγητώνLehrerkollegiumουδέτερο | Neutrum, sächlich n