„ψώνια“: πληθυντικός ουδετέρου ψώνια [ˈpsoɲa]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Einkäufe Einkäufeπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl ψώνια ψώνια exemples κάνω ψώνια Einkäufe machen κάνω ψώνια πάω για ψώνια einkaufen gehen πάω για ψώνια