ψιλός
[psiˈlos], ψιλή, ψιλόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- προσπάθησαν να τον πάρουν στο ψιλό οικείο | umgangssprachlichοικsie haben versucht ihm einen Bären aufzubinden
- ψιλά γράμματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplKleingedrucktesουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-