χώρισμα
[ˈxorizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Trennwandθηλυκό | Femininum, weiblich fχώρισμα τοίχοςχώρισμα τοίχος
- abgetrennter Bereichαρσενικό | Maskulinum, männlich mχώρισμα ιδιαίτερος χώροςχώρισμα ιδιαίτερος χώρος
- Zwischenwandθηλυκό | Femininum, weiblich fχώρισμα σε ράφιFachουδέτερο | Neutrum, sächlich nχώρισμα σε ράφιχώρισμα σε ράφι