„χώνω“: μεταβατικό ρήμα χώνω [ˈxono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) verstecken, vergraben, stecken (hinein)stecken (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk) χώνω βάζω μέσα χώνω βάζω μέσα verstecken χώνω κρύβω χώνω κρύβω vergraben χώνω θάβω χώνω θάβω exemples χώνω κάποιον μέσα οικείο | umgangssprachlichοικ jemanden ins Kittchen stecken χώνω κάποιον μέσα οικείο | umgangssprachlichοικ