„χρωστώ“: μεταβατικό ρήμα χρωστώ [xrosˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; ohneαόριστος | Aorist aor> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) schulden, schuldig sein, verdanken schulden (κάτι σε κάποιον jemandem etwas) χρωστώ χρήματα χρωστώ χρήματα schuldig sein χρωστώ εξήγηση, ευχαριστία χρωστώ εξήγηση, ευχαριστία verdanken (κάτι σε κάποιον jemandem etwas) χρωστώ οφείλω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ χρωστώ οφείλω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ exemples τι σου χρωστώ; wie viel bin ich dir schuldig? τι σου χρωστώ;