„χάρος“: αρσενικό χάρος [ˈxaros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Tod Todαρσενικό | Maskulinum, männlich m χάρος ποιητικά χάρος ποιητικά