φωτίζω
[foˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- beleuchtenφωτίζωφωτίζω
- anstrahlen, erhellen, erleuchtenφωτίζω ρίχνω φωςφωτίζω ρίχνω φως
- aufklärenφωτίζω διαφωτίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφφωτίζω διαφωτίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- belichtenφωτίζω φωτογραφία | Fotografieφωτοφωτίζω φωτογραφία | Fotografieφωτο
- erleuchtenφωτίζω θρησκεία | Religionθρησκφωτίζω θρησκεία | Religionθρησκ
φωτίζω
[foˈtizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)