φυτικός
[fitiˈkos], φυτική, φυτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- pflanzlich, Pflanzen-φυτικόςφυτικός
exemples
- φυτική ίναθηλυκό | Femininum, weiblich fPflanzenfaserθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Pflanzenfarbstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- φυτικό βασίλειοουδέτερο | Neutrum, sächlich nPflanzenreichουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples