προϊόν
[proiˈon]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; -όντος; πληθυντικός | Pluralpl; -όντα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Erzeugnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nπροϊόνπροϊόν
- Produktουδέτερο | Neutrum, sächlich nπροϊόν μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπροϊόν μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- προϊόν ανάπλασης μαλλιώνHaarwuchsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- προϊόν απολέπισηςPeelingcremeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προϊόν αποσύνθεσηςZerfallsproduktουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples