φράγμα
[ˈfraɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Sperreθηλυκό | Femininum, weiblich fφράγμα φραγμόςBarriereθηλυκό | Femininum, weiblich fφράγμα φραγμόςφράγμα φραγμός
- Staudammαρσενικό | Maskulinum, männlich mφράγμα υδατοφράκτηςφράγμα υδατοφράκτης
exemples
- ηχητικό φράγμα φυσSchallmauerθηλυκό | Femininum, weiblich f
- φράγμα του ήχουLärmschutzwandθηλυκό | Femininum, weiblich f