Sperre
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- οδόφραγμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSperre StraßensperreSperre Straßensperre
- μπλόκοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSperre PolizeisperreSperre Polizeisperre
- αποκλεισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mSperre Sport | αθλητισμόςSPORTSperre Sport | αθλητισμόςSPORT
- απαγόρευσηFemininum, weiblich | θηλυκό fSperre AusgangSperre Ausgang