„φέρω“: μεταβατικό ρήμα φέρω [ˈfero]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <έφερα; φέρθηκα; φερμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) tragen, herholen tragen φέρω κρατώ φέρω κρατώ herholen φέρω κουβαλώ φέρω κουβαλώ exemples δεν έφερα το διαβατήριο μου ich habe meinen Pass nicht bei mir δεν έφερα το διαβατήριο μου