φάρμακο
[ˈfarmako]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Heilmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich nφάρμακοMedikamentουδέτερο | Neutrum, sächlich nφάρμακοArznei(mittel)Femininum, Neutrum in Klammern f(n)φάρμακοφάρμακο
exemples
- φάρμακο για την καρδιάHerzmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- φάρμακο του κυκλοφορικού συστήματοςKreislaufmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n