„φάουλ“: ουδέτερο φάουλ [ˈfaul]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Foul Foulουδέτερο | Neutrum, sächlich n φάουλ φάουλ exemples κάνω φάουλ foulen κάνω φάουλ φάουλ από χέρι Handspielουδέτερο | Neutrum, sächlich n φάουλ από χέρι