υπόγειος
[iˈpojios]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, υπόγεια, υπόγειοVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unterirdischυπόγειοςυπόγειος
exemples
-
- υπόγεια διάβασηθηλυκό | Femininum, weiblich f πεζώνFußgängerunterführungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- υπόγεια εξόρυξηθηλυκό | Femininum, weiblich fUntertagebauαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples