αποθήκη
[apoˈθikji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Lager(haus)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nαποθήκηαποθήκη
- Kellerαρσενικό | Maskulinum, männlich mαποθήκηαποθήκη
- Abstellraumαρσενικό | Maskulinum, männlich mαποθήκηαποθήκη
- Vorratskammerθηλυκό | Femininum, weiblich fαποθήκηSpeicherαρσενικό | Maskulinum, männlich mαποθήκηαποθήκη
exemples
- αποθήκη ανταλλακτικώνErsatzteillagerουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αποθήκη εργαλείωνGeräteschuppenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αποθήκη οίνωνWeinkellerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples