υποχρέωση
[ipoˈxreosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verpflichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fυποχρέωση χρέοςυποχρέωση χρέος
- Pflichtθηλυκό | Femininum, weiblich fυποχρέωση καθήκονυποχρέωση καθήκον
exemples
- υποχρέωση ασφάλισηςVersicherungszwangαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- υποχρέωση δήλωσηςMeldepflichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- υποχρέωση εμβολιασμούImpfzwangαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples